Σάββατο, Μαρτίου 31, 2012

ApRiLsUn


Πίσω μου και οι πέμπτοι χαιρετισμοί, σαν μια μεγάλη γρατσουνιά στην πλάτη. Οι περισσότερες ώρες μου εξελίσσονται στην ανθισμένη μου βεράντα. Κάτω από τον ήλιο. Μεταβολίζω το φως. Το αφήνω να καίει μέχρι τα άγρια μεσάνυχτα, σαν ξεχασμένο φωτάκι στο βάθος κάποιου χωλ. Το βράδυ ακάθεκτη συνεχίζω να συνομιλώ με πεζογράφους της δεκαετίας του 30.Τους κρύβω κάτω από το πάπλωμα και μέσα σε κάτι παλιές τρύπες καρφιών που χάσκουν χυδαία. Περνάνε σαν λεπτά πια οι μέρες και το χνώτο της Άνοιξης με κάνει ημίθεα. Κάποτε ο αέρας δυναμώνει. Απομεσήμερο και ότι έχω σχολάσει από τον σταθμό. Περπατάω με δυσκολία, κόντρα στον άνεμο. Τα μαλλιά μου ανακατωμένα σαν λεύκα πανιά ιστιοφόρου που ξεχαρβαλώνονται. Κάτι μου λες αλλά δεν μπορώ να σε ακούσω. Ο αέρας παίρνει τις λέξεις σου. Και αυτές κουρασμένες απ' τη χρήση, δεν υπακούουν. Δεν γυρίζουν πίσω ποτέ.

Όταν βγαίνω κάποια βράδια υπάρχουν στην συνάφεια της παρέας κάποιοι ρομαντικοί και εκτός χρόνου. Είναι αυτοί που θυμούνται ακόμα εποχές αντίστασης, σπουδών και ερώτων από την πολυπολιτισμική αύρα του Παρισιού στις δεκαετίες του εξήντα και του εβδομήντα και ξεσκονίζουν τα λάβαρα της επανάστασης. Επιστρέφω πάντοτε αργά. Πάντα ζαλισμένη και πάντα κοντά στο ξημέρωμα. Μισή γυναίκα, μισή εξωγήινη. Παρατηρώ μέσα από το τζάμι του αυτοκίνητου μου, τις αλλαγές του κόσμου. Στο κέντρο της Αθήνας σε άθλια γκέτο, στοιβαγμένοι ζουν αυτοί οι δυστυχείς. Μαχαίρια και οι ενέσεις. Μετανάστες μολυσματικοί, σχεδόν σηψαιμικοί και χωρίς ανθρώπινο σχήμα. Άνθρωποι ποντίκια, κοιμούνται σε βρώμικες κουβέρτες κάτω από τα αστέρια, ενώ αστρονόμοι εντόπισαν ομάδα πλανητών που μοιάζουν να περιφέρονται μόνοι στο Διάστημα. Στα στενά των Πατησίων, η νύχτα έπαιζε τα τραγούδια του Μάλερ για «τα νεκρά παιδιά».... Μας πήραν την Αθήνα. Όπως πάντα, έτσι και τώρα.

Τελειώνει και ο μήνας αυτός, πάει, εξέπνευσε θαρρώ. Απρίλης ξανθός η αλλαγή του. Έρχονται και φεύγουν οι άνθρωποι μαζί με το χρόνο. Έρχονται και φεύγουν τα νέα, οι αγάπες, οι αναμνήσεις οι σκιές, ο ενεστώτας που ξέραμε, ένα σωρό πράγματα. Κι έτσι κάπως, εν μέσω του Μεσαίωνα που μας πολιορκεί από παντού και χαζεύοντας, από τον λόφο Πανί, θάλασσα, λυμένα μαλλιά και πεταλούδες συνειδητοποιώ τελικά πως το λίγο το αντέχει κανείς. Αυτό που δεν αντέχει είναι το τίποτα.


Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2012

σΤο ΚάΨιΜο ΤοΥ μΑρΤη

Λίγο μετά την εαρινή ισημερία και το πρόωρο Πάσχα. «Έαρ σαν πάντα», σε πείσμα των μουδιασμένων ημερών και του δηλητηριασμένου μέλλοντος. Λίγο πριν, και πολύ ξυστά στους τέταρτους χαιρετισμούς και στο ανθισμένο στέρνο σου. Αναπνέω κανονικά και κοιτάω με δέος τα καλειδοσκοπικά σου μάτια. Σκέφτομαι να σου φανερώσω μια μέρα την σκέψη μου καθώς θα πίνεις καφέ στο όρθιο, πίσω από την μεγάλη πικροδάφνη. Είσαι ο πιο όμορφος άντρας που κοίταξα ποτέ εδώ και χρόνια. Γεμίζω τα βάζα με λουλούδια, και χώνω βαθύτερα με τα δάχτυλά μου τα πρόωρα γεννητούρια κάποιων βλαστών στην βεράντα. Έξω η άνοιξη πλησιάζει με την θέρμη της το φωτοστέφανο που κρέμεται στραβό πάνω από τα ηλεκτρισμένα μου μαλλιά. Αϋπνίες τα βράδια, υπνηλία την μέρα και μια αέναη ερωτική διάθεση. Ήρθε.
Ακόμα στην αφαίρεση είμαι, στην εξαγωγή. Η εξαγωγή είναι τέχνη και πρέπει να ξέρεις πώς να την κάνεις. Παρατηρώ το πρόσωπο μου που αλλάζει μορφές και χρώματα. Κάθε φορά που εγκαταλείπω κάτι περπατάω πιο ανάλαφρη. Δίπλα μου κάνει μακροβούτι ένας μουδιασμένος και άναυδος κόσμος, βυθισμένος σε μαύρες σκέψεις και καταθλιπτικές διαπιστώσεις. Δουλεύουμε 30 λεπτά για ένα χάμπουργκερ, 13 λεπτά για ένα κιλό ψωμί, 27 λεπτά για ένα κιλό ρύζι, 24,5 ώρες για ένα iPod.Τίποτε δεν είναι όπως πριν. Κάθε πρωί αποχαιρετώ την Ελλάδα που ήξερα και κάθε βράδυ την κηδεύω. Κλαίω σιωπηλά πάνω από το λευκό κουφάρι της, βλέποντας φωτογραφίες των παιδικών μου χρόνων. Παρατηρώντας μέσα σε αυτές ανεξίτηλα χαμόγελα, πρόσωπα γνώριμα ανύπαρκτα πια, αχρησιμοποίητες θάλασσες και χιλιάδες αστερισμούς. Ξαναγυρίζω σε μέρη γεμάτα φως και αντεστραμμένο μπλε, μέσα σε χιλιάδες χρυσαφένιες κλωστές που κρέμονταν από μια αφροδίσια δύση. Όλα ακρωτηριασμένα και μωβ.
Στην τηλεόραση εξελίσσεται κάθε βράδυ, στο καθιερωμένο ραντεβού του ζόφου, η ίδια παράσταση. Ιλαρές χορογραφίες ενός πολιτικού αυτισμού, εδώ και χρόνια. Ο κόσμος καίγεται μα κάποιοι ζούνε κανονικά. Επεκτείνουν την συνέχεια τους μέσα από αυτοσχέδιες σχέσεις-κροτίδες, με ημερομηνία λήξεως. Γενναίοι άνθρωποι. Στον κόσμο τους.

Αναμένω το πυροτέχνημα του έαρος. Θαμπή και σχεδόν ασυγκίνητη. Ο ήλιος πυρπολεί τα λυτά μου μαλλιά και καθώς η χώρα διολισθαίνει στην άβυσσο, συνεχίζω μηχανικά να ψάχνω την ωραία πλευρά της ζωής.

Τρίτη, Μαρτίου 06, 2012

ΑπOχΡώΝ λΟγΟς


Κοντεύουν και οι δεύτεροι χαιρετισμοί. Περπατάνε σαν τα καβούρια πλάγια, κάτω από τα σεντόνια μου τις νύχτες. Οι άνθρωποι λίγοι τη νύχτα αυτή. Μοιάζουν με αραιές τρίχες κεφαλιού. Σκόρπιοι εδώ σκόρπιοι εκεί. Μιλούνε χαμηλόφωνα όλο και πιο συχνά, γέρνοντας σαν σπασμένα κλαριά, όσο πιο κοντά μπορούν στο αυτί του άλλου. Παρατηρώ αυτά τα βυζαντινά κατάλοιπα, συνομωσίας του έθνους και χασμουριέμαι αθόρυβα καθώς περιμένω ταξί. Περασμένες 4 και μόλις έχω φύγει από το σπίτι σου. Το φεγγάρι αρχίζει και φουσκώνει σαν ζυμάρι στο φούρνο. Το βλέπω να ανασαίνει όλο και πιο γρήγορα και το χνώτο του μου ηλεκτρίζει τα μαλλιά. Σταματάει ένα ταξί. Ξεχνώ ότι το περιμένω. Λέω σε σπαστά ελληνικά το μέρος που θέλω να πάω. Με πιάνει νευρικό. Κρύβω το στόμα μου μέσα στο ζιβάγκο γρήγορα. Μυρίζω κάτι από σένα, απροσδιόριστο. Το σώμα μου ακόμα έχει το βάρος σου. Ξαπλώνω πίσω για να το ξαναβρώ. Από τα παιδικά μου χρόνια το σημείο επαφής μου με την πραγματικότητα ήταν πολύ ασθενικό. Και όσο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ χάνεται και με αποδεσμεύει. Δεν μου χωράνε ευθύνες, ούτε μεγάλα όνειρα. Δεν έχω πολλές δικαιολογίες για τα αλλόκοτα ξεσπάσματα μου. Καμιά ανοχή στους ηλίθιους και καμιά διαθεσιμότητα για τους συναισθηματικούς. Περιφρονώ αυτούς που πιστεύουν πως δεν είναι τιποτένιοι και χυδαίοι. Που νομίζουν πως είναι φυσιολογικοί και ανήκουν στο μέσο όρο. Έρχομαι πάντα και τους το χαλάω. Τους ξεβολεύω με την σπάθα της αλήθειας και έτσι χαλάω αυτή την ψευδαίσθηση της ουδετερότητας τους. Και έπειτα το βάζουν στα πόδια και με παρομοιάζουν με την Rosa Luxemburg.Επειδή λέω την αλήθεια, και με φωνή μπάσα και δυνατή τους τονίζω πόσο τιποτένιοι και χυδαίοι είναι, επειδή πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα μας θεώρει τιποτένιους και χυδαίους. Κι έτσι κάπως συνεχίζεται οι αλυσίδα της περιφρόνησης. Χωρίς κανείς να μπορεί να πάρει πίσω αυτά που έχει κάνει και έχει πει. Κανείς.

Δεύτεροι χαιρετισμοί λοιπόν και το άρωμα των τρίτων ελευθερώνεται ήδη από τις ρωγμές του ουρανού και εξατμίζεται στον καφενέ που βρίσκεται στην γωνία. Και αυτή η άνοιξη, όπως όλα, θα μοιάζει με ξεθυμασμένη coca cola που τελικά θα χύσεις αντί να πιεις. Μα εγώ προτιμώ τα κρεσέντα και την ζωή μου μια ζωή γεμάτη με αποτυχίες και απορρίψεις παρά με απωθημένα.