Δευτέρα, Νοεμβρίου 29, 2010

ΑεΡαΣ σΤηΝ κΑτΑπΟσΗ


Τελειώνει ο Νοέμβρης αλλά το ρήμα καλοκαιριάζω υπάρχει ακόμα μέσα του. Ξενυχτάει μαζί μου κάτω από μια ιλουστρασιόν πανσέληνο δίπλα σε ακρωτηριασμένες νύχτες με κοντομάνικα, σκονισμένα αστέρια και καλοκαιρινά ποτά. Σε συναυλίες γεμάτες κάπνα, ιδρώτα και ξεμανίκωτα. Πίνει παγωμένο γάλα με δημητριακά κάθε πρωί μαζί μου. Μου φυσάει νοτιά στα μαλλιά και γω τον καταπίνω σε μεγάλες ποσότητες. Πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Ανακατεύω την ύπαρξη μου με όλα τα συστατικά αυτού του αέρα κι όταν με αναγουλιάζει βουτάω με δύναμη στην θάλασσα που αφηρημένη κοιτάει τα βάθη της .Κι έπειτα έντρομη με αγκαλιάζει μέσα σε μια γαλαζωπή συμπίεση και μου κόβει την ανάσα μέχρι να πατήσω άμμο ξανά.

Σε επισκέπτομαι συχνά. Μου αρέσεις. Την τελευταία φορά το βλέμμα σου ήταν σαν να είχε βγει από το δάσος, το δέρμα σου λευκό, οι κινήσεις σου νωχελικές. Στο βάθος μια γάτα. Οι κινήσεις σου ήταν σχεδόν ίδιες. Φεύγοντας σκέφτηκα ότι η γάτα σου σε μελετάει και σε ξεπατικώνει.

Και είναι ήδη Νοέμβρης. Τα σύννεφα κάποιες φορές μοιάζουν σαν σύννεφα Νοέμβρη, μα οι νύχτες του θυμίζουν Πάσχα. Τα οπορωφόρα ξανάνθισαν στις γειτονιές και το φως του ήλιου τα πρωινά κοκκινίζει τα μάγουλα μου. Κάποιες τολμηρές βραδιές η γη μυρίζει καλοκαίρι. Φυσάει ασταμάτητα τις τελευταίες μέρες. Ζεστός ο αέρας και οι άνθρωποι σαν πλανόδιοι κομπάρσοι ντύνονται λίγο πιο ζεστά μόνο και μόνο γιατί το ημερολόγιο γράφει Νοέμβρης στο σίριαλ που παίζουν. Μαθαίνω όμως να συνηθίζω τις αλλαγές του καιρού και του κόσμου και μέσα μου είμαι χαρούμενη που όλα είναι τόσο σουρεάλ. Μα πιο πολύ που τα αντέχω.

Η ευτυχία υπάρχει σε στιγμές και μικρά χρονικά διαστήματα και σε όνειρα του ύπνου.

Και συνεχίζω να σουλατσάρω με τα ξεχειλωμένα περσινά μαγιό στις παραλίες και να καταπίνω αποσπάσματα αέρα και ψαλμωδίες μυστικών βλεμμάτων. Τα καταπίνω αμάσητα κι έπειτα μπορώ και πετώ. Μου λες κάθε φορά που τελειώνω μια αλλόκοτη κουβέντα μου μαζί σου πως «οι άνθρωποι δεν μιλούν έτσι» ,σε διορθώνω και το ύφος μου γίνεται πιο αυστηρό, «μπορεί να μην μιλούν έτσι, αλλά σκέφτονται έτσι». Ξαπλώνεις στο στήθος μου και γελάς.
Όλα ανακατεμένα. Στο χάσιμο όλα. Στα χαμένα και γω μακριά σου και γιατί να το παραδεχτώ. Προτιμώ να καταπίνω αέρα και να μπορώ να πετάω μακριά.

Την τελευταία φορά που είδα το κοριτσάκι της φίλης μου, ξέχασα τι ήθελα να πω και σταμάτησα και τότε αυτό μου είπε, «μην σταματάς γιατί θα χάσεις τον ρυθμό σου».

Για αυτό και γω δεν σταματώ και ας μην καταλαβαίνω τίποτα γύρω μου πια.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 15, 2010

ΑνΟι ΞιΑτΙκΟσ ΝοΕμΒρΗσ


Ένας μαγικός ανοιξιάτικος Νοέμβρης μου κλέβει την ζωή. Με πάει Σαββατοκύριακα για μπάνιο σε μια κρύα και γαλήνια θάλασσα όπου κολυμπάω με έναν ήλιο χαμηλωμένο και περίεργα κρεμ πίσω από την πλάτη μου. Όπου κολυμπάω με κάτι πελώριους γλάρους για συντροφιά που λικνίζονται πονηρά στην επιφάνεια της θάλασσας με πολλές ανατριχίλες και ένα περίεργο αίσθημα που μοιάζει με ρέψιμο μετά από γεύμα.
Είναι μαγικός αυτός ο μήνας καθώς σκορπά την τρέλα του παντού και δεν αφήνει το φθινόπωρο να με πλησιάσει. Μπασταρδεύει το φως και την θέρμη του καλοκαιριού με την θαμπάδα του φθινοπώρου σηκώνοντας κάθε μέρα έναν ήλιο άρρωστο και πιο σβηστό από ποτέ. Στο κέντρο της πόλης ψηφοδέλτια πεταμένα μαζί με σκουπίδια σωρό. Μια λεπτή υγρασία σου χαϊδεύει το πίσω μέρος του λοβού των αυτιών και μπόλικη ζέστη σου ιδρώνει την οροσειρά της σπονδυλικής σου στήλης. Οι νύχτες θυμίζουν άνοιξη, είναι γλυκές και γεμάτες έρωτα. Άνθρωποι έξω παντού. Παρέες που πίνουν και γελούν δυνατά. Μια από αυτές και η δικιά μου. Αποφεύγω να σε κοιτάξω κατάματα. Φοβάμαι πως θα καταλάβεις τα πάντα κι έτσι πίνω και γελάω αφηρημένα έχοντας όλους τους πλανήτες από πάνω μου και όλη την τρέλα του κόσμου σαν σπάνια ελιά στο πάνω μέρος των χειλιών μου .Μαγικός μήνας αυτός ο Νοέμβρης. Ανοιξιάτικος, λυτρωτικός σαν μια δεύτερη ευκαιρία. Βόλτες στην πλάκα και στο Θησείο. Ένα πεύκο με δυο πλούσια κλαδιά σαν ρόλοι με τους δείκτες του σταματημένους στις 11 και 10.Και από κάτω του οι καμπίνες του τρένου φωτισμένες να σέρνουν τους τριγμούς τους ανυποψίαστα. Σε μπαλκόνια φαρδιά σπαταλάμε τις ώρες μας με φόντο το φωτισμένο στέμμα της ακρόπολης, πίνοντας πολύ και μιλώντας για πολιτικά και σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Κυρίως πίνοντας πολύ. Μέχρι που φτάνει η σύναξη των αρχαγγέλων και πιάνει ένας αέρας μανιασμένος και τρελός σα να κουνάνε όλοι οι Άγγελοι μαζί τα φτερά τους. Ζητώ χάρες από τον Άγγελο μου βιαστικά, βρίσκω ευκαιρία. Έπειτα ξεκολλάω τις βλεφαρίδες μου και τις βάζω στον καρπό μου χωρίς να κάνω ευχή. Σε συναντώ ξανά και ξανά και σου εξηγώ αυθάδικα πως είναι να χάνεις μιαν αγάπη, έπειτα παραμιλώ μόνη μου. Βάζω, βγάζω το μπουφάν μου άπειρες φορές. Πολλή ζέστη. Τα σύννεφα σαν βουβές εκρήξεις φαρδαίνουν από πάνω μας. Τα παρακολουθούμε σκοντάφτοντας μαγεμένοι και τόσο παραμορφωμένοι από αυτό που μας συμβαίνει. Και οι άγγελοι συνεχίζουν να πετούν στο πλάι μας μέχρι να μας δώσουν αυτό που ζητήσαμε.
Κοιτάω την πλάτη σου και την ζώνη που σφίγγει τον καβάλο σου .Και σκέφτομαι πως καμιά φορά έχουμε τόσα πολλά να δώσουμε που δεν ξέρουμε τι και σε ποιον δίνουμε και η πάλη μέσα μας προχωρά κερδίζοντας νέα εδάφη γεμάτα φως.
Και ο Νοέμβριος προχωρά μέσα σε μια παράνοια έρωτα και σήψης. Είναι δυστυχώς η ευτυχώς πολύ μεγάλη η αντοχή μας.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 04, 2010

ΕκΕί ΠάΝω


Εκεί πάνω αφήνω πάντα κάτι και όταν γυρνάω με βρίσκει από μόνο του και γίνεται δικό μου ξανά. Κι ας μην το θέλω πια. Εκεί πάνω ξαπλώνω σε κρεβάτια ξένα και κοιμάμαι σε αγκαλιές δανεικές. Κλαίω για να βγάλω το φαρμάκι από τα μάτια μου και κόβω την ανάσα μου τις νύχτες γιατί με νοιώθω ολόκληρη ξανά. Αυτοτραυματίζομαι ξεχνώντας ότι έχω σωθεί για τα καλά. Εκεί πάνω χαμογελάω αλλιώς και το πρόσωπο μου παίρνει άλλα σχήματα. Το σώμα μου μακραίνει στην προσπάθεια μου να αναπνεύσω βαθιά και στις μόνιμες νύχτες του Βορρά τα άστρα κατεβαίνουν λίγο πιο κάτω να μυρίσουν το καινούργιο σαμπουάν των μαλλιών μου. Εκεί πάνω η ώρα άλλαξε και γω έσπρωξα τους δείχτες ακόμα μια ώρα πιο μπροστά αντί για πίσω για να μη μπορεί κανένας να με βρει στα προκαθορισμένα ραντεβού. Εγώ όμως να πω πως πήγα.
Εκεί πάνω η καρδιά μου χτύπαγε αλλιώς. Το παρατήρησα. Ήταν σα να μην υπήρχε, σα να ξεχνούσε να χτυπά κι έπειτα, κάποιες μικρές στιγμές, πεταγόταν έξω από μένα, κόκκινη και πρησμένη και ούρλιαζε. Ούρλιαζε να την προσέξω. Μα εγώ την αγνοούσα, όπως τόσο καλά ξέρω να κάνω. Κι έπειτα εκεί πάνω η νύχτα έμοιαζε με υπόγειο υγρό τούνελ όμβριων υδάτων. Γεμάτη υγρασία και φθαρμένα βογγητά. Κι εγώ κατέβαινα τρέχοντας στην παραλία και στην βαλκανική πια πλατειά Αριστοτέλους να συναντήσω ανθρώπους που όλο με αγκάλιαζαν και μεγάλωναν τα μάτια τους καθώς με έβλεπαν να τρέχω κοντά τους. Και ξανά μουσικές και ξανά ποτά μέχρι να καταφέρω και πάλι να ακούσω την καρδιά μου να χτυπάει. Και έτσι κάπως πέρασα από την πόλη στην μακριά γαϊδούρα των εγκαινίων της έκθεσης έχοντας εσένα δίπλα μου μικρό αγόρι. Σε κοίταγα που έχεις μεγαλώσει λέγοντας σου αμήχανα πως όλοι από τύχη έχουμε φτάσει μέχρι εδώ με όλα όσα έχουμε κάνει. Συμφώνησες ευγενικά κι εκείνο το παλιό αιμάτωμα στο άσπρο του ματιού σου, που μοιάζει με μικρό μπαγιάτικο πλανήτη, σα να έλαμψε για λίγο. Και ο κόσμος έγινε πιο άγριος. Οι μουσικές πιο αιχμηρές, το αίμα έκανε περισσότερο θόρυβο στα μηνίγγια. Τα φώτα ασθενικά, οι πίνακες μου ακόμα μεγαλύτεροι. Τα γέλια πιο δυνατά και οι καπνοί από τα τσιγάρα, σαν ατμοί από ξεχασμένα ηφαίστεια που αρχίζουν και ξυπνάν. Από τύχη μέχρι εδώ ζωντανοί.

Σε φίλησα στο λαιμό όταν έφυγες. Μύριζες παιδική πούδρα. Το ίδιο βράδυ αποκοιμήθηκα με βρεγμένα μαλλιά και μάτια βαμμένα με μαύρο μολύβι και μάσκαρα. Έχει ο καιρός γυρίσματα ιδίως για όσους έχουν μανία με την γραμμικότητα. Έχω σωθεί από καιρό κι έτσι δεν με πονάει τίποτα πια. Μόνο λίγο με μουδιάζει .Αλλά έπειτα κοιτάω τα μαχαίρια που κρέμονται παντού πάνω μου και χαμογελάω. Έχω σωθεί πια.