Σάββατο, Αυγούστου 28, 2010

ΑνΕπΙτΗδΕυΤα


Με πολύχρωμα κιάλια χαζεύω τα πάντα πίσω από τα τείχη του Αυγούστου. Κροταλίζω 3-4 παγάκια μέσα στο στόμα και μουρμουρίζω αγαπημένους διαλόγους από ταινίες του Γκοντάρ. Κοιμάμαι με την Άννα Καρίνα αγκαλιά, ονειρεύομαι τις γειτονιές στις ταινίες του Ντε Σίκα και ξυπνάω νυσταγμένη στα παράλια της γαλάζιας μου κρεβατοκάμαρας. Τελειώνει ο Αύγουστος και χάνεται μαζί με το τεμπέλικο μαύρισμα στο σώμα. Σηκώνω τα μαλλιά μου ψηλά και φοράω πολύχρωμα μακριά κολιέ, που αγγίζουν τον αφαλό μου. Μαζεύω κοχύλια από το πάτωμα των θερινών του κέντρου και γλύφω τα άδεια ποτήρια των καλοκαιρινών οινοποσιών μου. Ξημερώνομαι στα σκαλιά άγνωστων εισόδων, μιλώντας με κοπέλες γεμάτες νιότη και μακριά πόδια. Σκαρφαλώνω σε ταράτσες με θέα, από κάθε μεριά της πόλης, και κοιτάω με τα κιάλια μου το μέλλον. Είμαι γεμάτη νερό και αέρα. Κάνω έναν ήσυχο θόρυβο που όποιον πλησιάζω τον μεθάει .Κι έτσι μέσα στην ωχρή καθημερινότητα μαθαίνω να συλλαβίζω νέα όνειρα και να μοντάρω νέες εικόνες. Να ακολουθώ νέες σχέσεις και πορείες ανθρώπων που δεν μου θυμίζουν τίποτα και κανέναν.
Νέοι φίλοι γαργαλάνε τα μαυρισμένα πέλματα μου και γω αντί να γελάσω, όπως νοιώθω να κάνω, φτερνίζομαι απανωτά. Αλλάζω μαλακτικά ρούχων και σαμπουάν μαλλιών για να μην μυρίζω όπως παλιά. Σε λίγο ετοιμάζομαι να καταπιώ άλλον έναν χρόνο, αλλά δεν με πτοεί αυτό. Γιατί έχω μάθει πέρα από το να καταπίνω τον χρόνο να τον μηρυκάζω ξανά και ξανά σε όποια ηλικία προτιμάω.
Τα Σαββατοκύριακα που μπορώ ξεφορτώνομαι την πόλη και τα ρούχα μου και παίρνω το ποδήλατο μου και σένα τρέχοντας στις ακτογραμμές της Πελοποννήσου. Ιδρώνω από τις πεταλιές και κοντράρομαι με 14χρονα που κοροϊδεύουν το ποδήλατο μου. Φοράω τα ίδια ρούχα που φόραγα πριν 20χρόνια,άβαφτη, με ψηλές αλογοουρές και αρνούμαι, αρνούμαι πεισματικά να μπω στον κόσμο που όλοι θέλουν. Κι έπειτα λαχανιασμένη και βρώμικη με χτυπημένα πόδια παίρνω το λάστιχο του κήπου και κάνω βραδινό ντους κάτω από τα αστέρια με αφρόλουτρο Μαδαγασκάρης και όσο περιμένω να στεγνώσουν τα άκρα μου και τα μαλλιά μου, ρουφάω με μανία σοκολατούχο γάλα μιας άλλης εποχής. Ξέρετε, είμαι ένας αθώος άνθρωπος χωρίς επιτήδευση, με άφιλτρο βλέμμα και αυτό ενοχλεί.
Αλλά ότι κι αν συμβαίνει αιμορραγώ όσο πρέπει την στιγμή που πρέπει. Και μετά τίποτα. Και μετά η βαριά ανάσα του Αυγούστου που εκπνέει και στο βάθος ο γενέθλιος μήνας που σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο μου.

Δευτέρα, Αυγούστου 09, 2010

ΡοΖ εΡεΘιΣμΕνΗ εΠιΣτΡοΦή


Τα πάτρια εδάφη ένας βάλτος ροζέ που με τραβάει μέσα του. Η επιστροφή με κόκκινα ξενυχτισμένα μάτια και μπερδεμένα από τον αέρα μαλλιά κρατάει ακόμα την αλμύρα στα βλέφαρα. Τα πάτρια εδάφη λοιπόν. Μια παλιά ροζέ φωτογραφία που ανυπομονώ να σκίσω σε χιλιάδες κομμάτια. Το φεγγάρι σταμάτησε πια να χρυσώνει την ράχη της Κέρου, σταμάτησε να είναι φεγγάρι. Μένει απόμακρο και αμίλητο σαν βλοσυρή ροζ παρανυχίδα. Ο ήλιος χάνεται εξακολουθητικά στα σπλάχνα μου, πιο ροζ από ποτέ. Χάνεται μέσα στα ποτήρια του ροζέ κρασιού, ξερνώντας στα απέραντα πορφύρα βάθη του σαλεμένου νου και της κυκλοθυμικής θάλασσας. Χάνεται και μένει μόνο λίγο αέρας να φυσά τα βράδια κάνοντας όλα όσα με άφησαν μίση να φαίνονται από μακριά σαν πατημένα στάχυα.
Στα παπούτσια μου νομίζω ότι έχω ακόμα άμμο. Και πέρασε κι όλας μια εβδομάδα γυρισμού. Ροζ ερεθισμένου γυρισμού. Και ακόμα έχω στα παπούτσια μου άμμο.


Κυριακή βράδυ και στο μετρό ο κόσμος του Αυγούστου πιο παραπληγικός από ποτέ. Άνθρωποι κατάλευκοι, σχεδόν φωσφοριζέ τρώνε απειλητικά τα νύχια τους και σιγά σιγά και τις αρθρώσεις τους. Αλλήθωρα μωρά τσιρίζουν σε μια γλώσσα σλάβικη που δεν κατανοώ. Μαυριδεροί πακιστανοί γεμάτοι τικ και ιδρωμένες μασχάλες κοιτάν με μάτια μισόκλειστα έξω από το τζάμι. Εκεί που δεν έχει τίποτα κανείς να δει παρά μόνο σκοτάδι και επόμενες στάσεις. Στο δημαρχείο της Αθήνας τα πρεζόνια του Αύγουστου φωνάζουν με αργόσυρτα φωνήεντα. Σαλιώνω το ξεφλουδισμένο μου μπράτσο και πίνω όσα ποτά αντέχω να πιω. Όλα βαδίζουν προς τα πίσω. Ερεθισμένα και τελείως ροζ.

Θέρος με αστέρια γυμνά και καλοκαιρινό άνεμο. Θέρος με κουφόβραση και πατημένες ροζ τσίχλες στα γκρι πεζοδρόμια. Με τον κόσμο του Αυγούστου μπροστά που βιάζεται να ταξιδέψει. Θέρος σαν τσίχλα big babol που τελειώνει η γεύση της και θες να τη φτύσεις. Και ακόμα έχω στα παπούτσια μου άμμο.

Όλα βαδίζουν προς τα πίσω. Ροζ και τόσο ερεθισμένα, σαν μάτια μετά από μακροβούτι. Κι έπειτα είναι κάτι μέρες σαν πολλαπλά σύνολα επιστροφών. Κάτι μέρες που γεννούν έναν βόμβο που δεν φεύγει ούτε στα όνειρα. Κάτι μέρες που σαπίζουν και γίνονται ροζ νύχτες χωρίς ιώδιο και αλμυρά φιλιά. Χωρίς σώμα και μικρά ξωκλήσια. Νύχτες ροζ χωρίς αρχαίους σπονδύλους και πανύψηλα φεγγάρια. Νύχτες χωρίς τίποτα συγκεκριμένο παρά μόνο με το εξάνθημα της επιστροφής.
Και καθώς όλα γίνονται καθημερινά και ίδια, εγκαταλείπω αργά το καλοκαίρι που με έκανε να νοιώθω αυτό που είχα ξεχάσει να είμαι.

Θα κάτσω ξανά στα τείχη της πόλης να φυσάω τα αστέρια μπας και σβήσουν. Θα πολλαπλασιάζω τις μέρες του εκεί και του πίσω και θα πίνω μέθη ημερών αλλοτινών και τότε, όταν το εγκαταλείψω ολοκληρωτικά θα πέσω κάτω και δεν θα μπορώ να σηκωθώ πια… και τότε θα κλάψω από ευτυχία.