Πέμπτη, Μαρτίου 25, 2010

LiKe a BoY


Νύχτα νύχτα πάω σταθερά παντού. Παράξενα bar γεμίζουν την ψυχή μου whiskey, νεκρώνουν το μυαλό μου με άκυρες παραισθήσεις. Άδεια βλέμματα καρφώνονται μέσα μου, άγαρμποι ρυθμοί αναγουλιάζουν το είναι μου. Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει γύρω μου. Τα χέρια μου παραληρούν και τα πόδια μου φίδια που σέρνονται σε ποτάμια Σαββατιάτικης ζούγκλας. Έχω ευκαιρίες να φύγω από αυτόν τον χώρο. Με ένα μπουκάλι στο χέρι. Έχω το δικαίωμα να σέρνω το σώμα μου παντού. Ο ουρανός μπαγιατεύει κάθε νύχτα από πάνω μου και γω αφήνω τα άστρα να μασιούνται στα δόντια μου, κι έπειτα ρίχνω το σώμα μου με κρότο στο δικό σου.
Μου λες πως μοιάζω σαν αγόρι. Σου απαντάω χαρωπά πως οι άγγελοι δεν έχουν φύλλο.
Πλησιάζει το Πάσχα. Οι επιστροφές μου από την δουλειά εμπεριέχουν και ηλιοβασιλέματα πια. Μεγαλώνει η μέρα και μέσα μου κάτι μικρές πεταλουδίτσες ακουμπάμε το στομάχι μου .Κάθε φορά που σε σκέφτομαι. Κάθε. Μικρές αϋπνίες. Αναστάτωση. Η άνοιξη μπήκε από κάθε μικρή και μεγάλη χαραμάδα. Όλα στην θέση τους και η εκδίκηση του αθώου αρνιού στα περιθώρια της γενικότερης αναμονής. Μπήκε σχεδόν ο Απρίλης ξανθός και αφηρημένος. Και η καρδιά μου σφίγγεται τούτο το παράδοξο βράδυ.
Κι έπειτα έπεται η μεγάλη εβδομάδα. Κάθε τέτοια εποχή η Ρίτα Χειγουορθ χωρίζει τον ανατολίτη πρίγκιπα Αλί Χαν και επιστρέφει για να παίξει την Σαλώμη στην αγκαλιά του Στιούαρτ Γκρειντζερ, ενώ αφήνει εποχή ο χορός των εφτά πέπλων. Μια φλεγματική σκοτσέζα η Ντέμπορα Κερ είναι η χριστιανή Λυγία και ο Ρόμπερτ Τειλορ, ο χιλίαρχος Μάρκος Βινίκιος, το ερωτευμένο ζευγάρι του Κβο Βάντις. Βιβλικά στριπτίζ και χιλιοιδωμένες ταινίες. Μυρίζει άνοιξη έξω. Τα οπορωφόρα του κέντρου με μετεωρίζουν.
Περιμένω την νύχτα για να αμαρτήσω.
Περιμένω τη νύχτα για να αποπλανήσω την ύπαρξη μου σε παράξενα δωμάτια χωρίς τέλος. Και εκεί κατά το ξημέρωμα κι ενώ τα πρώτα λεωφορεία θα σέρνουν τους τριγμούς τους στην λεωφόρο εγώ θα σκέφτομαι εσένα μέσα από την δαφνοσκεπή μελαγχολία του ευαγγελισμού και της μεγάλης εβδομάδας.

Άνοιξα την πόρτα και δεν ήσουν εδώ.

Τρίτη, Μαρτίου 16, 2010

ΠλΗσΙαΣμΑ


Τρώω τα νύχια μου. Τρώω τον χρόνο. Η απόδειξη του ότι ο χρόνος υπάρχει είναι η καταστροφή των κυττάρων μας .Έτσι τον καταλαβαίνουμε. Αλλιώς όλα είναι μια λούπα.

Αναζητώ μέσα από ξεχασμένες εικόνες και ακούσματα τον παλιό εκείνο κόσμο που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Ψάχνω μέσα σε παλιές κασετίνες μήπως και βρω ένα κόμματι από την παμπάλαια ελευθερία που είχε ο πατέρας μου 6 δεκαετίες πριν, όπου μπορούσες άφοβα να πας παντού με ωτοστόπ ή να πάρεις το αεροπλάνο και να χαθείς στα πέρατα της γης έτσι απλά. Αναπολώ τον παλιό κόσμο αλλά δεν μπορώ να επιστρέψω σε αυτόν. Τώρα το μέλλον είναι αληθινά μέλλον.

Μου αρέσουν τα ξεβολέματα και οι διαμαρτυρίες. Μου αρέσει να αλλάζουν όλα για το καλύτερο χωρίς κανείς να ξέρει ποιο είναι το καλύτερο. Μου αρέσει να ωριμάζει ένας λαός στο γρήγορο με το έτσι θέλω. Μου αρέσει να βλέπω τα θρεφτάρια του Δημοσίου βίου να ουρλιάζουν σαν κακομαθημένα παιδιά επειδή κανείς δεν τους κάνει το χατίρι. Μα πιο πολύ μου αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν ένα μυστικό στο μυαλό τους που τους κάνει δυνατούς και ερωτεύσιμους, γεμάτους μυστήριο.

Κάθε βράδυ ξεβάφω όλα τα συναισθήματα που χάραξε η μέρα πάνω μου. Τα νέα μέτρα, η κομισιόν, ο επίτροπος 'Ολι Ρεν, η κρίση, οι ενδεχόμενες απεργίες, οι τιμές της βενζίνης και όλα αυτά που θα περάσουν από πάνω μας είτε γράψει κανείς για αυτά είτε δεν γράψει. Κάθε βράδυ κάνω μια στροφή πάνω στα τακούνια μου. Το πάτωμα τρίζει. Ύστερα αφαιρώ τα ρούχα μου. Αφήνω μόνο το μακό στο σώμα μου και κοιμάμαι βαριά. Δεν υπάρχω. Η σιωπή του δωματίου τραβάει τα κόκκαλα των δαχτύλων της. Την αντιπαθώ. Μπαίνω σε μια παρένθεση βαθυσκαφή κι ελπίζω στη νέα μέρα.
Κάποιες φορές όταν έρχεσαι δίπλα μου, πριν ξημερώσει , μια μυρωδιά αλευριού, ζεστού αλευριού ανεβαίνει από τον δρόμο και μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο του δωματίου. Κάτω από τα αδύναμα φώτα του δρόμου πέφτει ένα κίτρινο ημίφως. Χαζεύω τους ώμους σου. Είναι κάτασπροι. Τη νύχτα οι άνθρωποι είναι στιγμές που δεν έχουν αίμα. Ίσως επειδή κοιμούνται. Αλλά ποιον νοιάζει αυτό;

Πρόσεξες πως σήμερα ακουστήκαν καινούργια πουλιά; Πρόσεξες την βραχνάδα στην φωνή μου; Μπορεί και να έκλαιγα όσο εσύ μιλούσες. Θα θελα κι άλλα να σου πω, αλλά υπάρχουν πράγματα που δεν μοιράζονται. Που ο άλλος δεν θα τα νοιώσει ποτέ.