Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2009

ΠρΑΞιτΕΛοΥΣ 37


Ο ευτράπελος Φλεβάρης μου με μια τσόχινη κάπα αναστενάζει χιόνια στις κορυφές του Υμηττού. Χιονίζει σήμερα εκεί πάνω. Χιονίζει μέχρι μέσα μου. Μπουγάδες απλωμένες στο μπαλκόνι, ο ήχος της ηλεκτρικής σκούπας που μου επιτρέπει να ουρλιάζω όσο θέλω χωρίς κανένας να ακούσει ποτέ. Προσδοκώ την Σαρακοστή όπου όλα ξεκαθαρίζουν με το γαλάζιο άρωμα των ζουμπουλιών. Αν χάθηκα είναι γιατί κυλάει η ζωή καλά. Αποδράσεις Σαββάτου επιστροφές Κυριακής. Η εθνική όλο και στραβώνει καθώς σωπαίνω επιστρέφοντας. Προσπαθώ να ατμοποιηθώ όσο σκέφτομαι τα ραντεβού της καθημερινότητας, αλλά αυτό ακόμα δεν το κατάφερα κι έτσι λιμνάζω κάνοντας υπομονή.
Μια μικρή νέα έκθεση παίρνει μέρος στο key bar.Στο bar όπου τα τρία αυτά κολλάζ μου κούμπωσαν όπως τα κόκκαλα στους σπονδύλους. Μίκρο μπαρ σαν συρμός βαγονιού μιας άλλης εποχής, σαν μια λαμπερή κάψουλα που σε μεταφέρει σε άλλο χωρόχρονο. Πάω και ξαναπάω. Πραξιτέλους 37.Το κέντρο πιο δικό μου από ποτέ αυτό τον καιρό. Η Άντζελα πίσω από την λερναία μπάρα μου γεμίζει τα ποτήρια με λευκό κρασί σαν οινοχόος και γω της λέω ιστορίες από τα δαχτυλίδια του Κρόνου όπου κατοίκησα κάποτε.

Εθελούσιες αποχωρήσεις στην δουλειά. Μαζικές απολύσεις έπειτα. Ποιος ξέρει αν θα είμαι μέσα στην γιορτή του διαβόλου κι εγώ. Δικά του είναι αυτά όλα. Υπάρχει ο διάβολος πιο κοντά από ποτέ σε μας. Συζητάει με τους αρχηγούς των κρατών, μπαρκάρει στα μεγάλα πλοία ρωτώντας αν ακόμα εξουσιάζει την θάλασσα. Γίνεται συνοδηγός στην πρωινή μας κίνηση και μας ρωτάει αν όλα πάνε καλά. Αν όλος ο κόσμος μπαίνει εκεί όπου δεν υπάρχει καμία ελπίδα, παρά μόνο το χάος. Όλα δικά του έγιναν και επαίρεται. Χαίρεται που όλα πάνε εκεί που είναι αυτός.
Η μέρα καταρρέει πολύ πιο εύκολα πια. Αν και φουσκώνει το σώμα της με περισσότερο φως. Σκοτάδι παντού με φώτα και καπνούς. Και λάμψεις όπως των σωμάτων όταν συναντιούνται σε φτηνά ξενοδοχεία. Η νύχτα πάντα προχωράει πιο κάτω.
Κάτι άυπνες μορφές με μοχέρ φορέματα ψιθυρίζουν λίγο πριν τα ξημερώματα στα αυτιά μου. Ανεβαίνουν σαν σκιές στους τοίχους και προσπαθούν να με βγάλουν έξω από το σώμα μου. Φωνάζω πάντα και με βουβά κλάματα ξαναμπαίνω τρομαγμένη μέσα μου.
Ξυπνάω πάντα με την ίδια επιθυμία. Να περπατήσω πολύ τον κόσμο. Να συνεχίσω να επιστρέφω σε ένα μέρος που ονομάζω σπίτι ακούγοντας νυχτερινές εκπομπές. Να κοιμηθώ όπως οι ηρωίδες του Τσέζαρε Παβέζε με Venoral και να πίνω ζεστό καφέ κρατώντας σφιχτά την κούπα στα χέρια μου καθώς έξω ξημερώνει. Ξυπνάω πάντα με την ίδια αγάπη που με ανατινάζει όπως η βροχή τα πέταλα των λουλουδιών.

Η παρθενική αυγή η ομίχλη των υγρών ματιών σου. Μια αρχαία σφίγγα περιπλανιέται στην κόρη του ματιού σου. Προσπαθώ να θυμηθώ την γέννηση μου κι ένα παλιό αεράκι μου αγγίζει τα βλέφαρα. Χιονίζει ακόμα και το μόνο που θυμάμαι είναι πως γεννήθηκα σε απόλυτο σκοτάδι.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 03, 2009

ΉρΘε ΞαΝά


Πλανιέται από χτες ένα βαρύ βιομηχανικό, γκρι σύννεφο που ετοιμάζεται να ρίξει μια βροχή πάνω από δίκαιους και αδίκους. Πλανιέται από πάνω μου και πάνω από τις κορυφές των βουνών σαν μακριά ασημένια γιορτινή γιρλάντα. Σκοτεινιάζω.
Και σκέφτομαι για αντίδοτο τους ουρανούς του Ιουνίου κι εκείνα τα όνειρα. Μα δεν θα βραδιάσει ποτέ;
Η ενδεχόμενη παγωνιά και μια ανερχόμενη υγρασία καθυστερεί ακόμα εκείνα τα αποσπάσματα του Ιουνίου. Και κάπου μέσα τους, είκοσι καλοκαίρια πριν, εγώ με μια μωβ κλωστή στο χέρι να δένω τα τραύματα των παιδικών μου φίλων. Κι ήρθε κάποτε η ώρα που ξεστράτισα από τα μέσα μου και ατρόφησα.

Στο μετρό η άργητα των συρμών καλά κρατεί. Πρωτοφανές. Κάνουν έργα στον ηλεκτρικό. Πρωτοφανές. Ο κόσμος γεμάτος σακουλές στα χέρια μιλάει για την οικονομική κρίση που τον βρήκε. Ξεχύνομαι στους δρόμους σαν το γάλα που κάποιος έχυσε απρόσεχτα. Καμαρώνω την πίσσα τους. Την ακουμπάω με το αυτί μου και προσπαθώ να μάθω μυστικά δικά τους.
Δεν μπορούν να μεγαλώσουν λίγο τους δρόμους;Τόσα γίνονται εκεί. Μπλόκα, απεργίες, συγκεντρώσεις, πορείες συλλαλητήρια, συμπλοκές, εξεγέρσεις,Τόσα γίνονται. Μεγαλώστε λίγο τους δρόμους. Τεντώστε τους να μην κρέμονται από μια κλωστή. Να φαρδύνουν κι άλλο. Φυτέψτε δέντρα, φτιάξτε λίμνες τεχνητές κι απύθμενες, φυτέψτε κι άλλους από μας πολίτες στο χώμα μαζί με τα δέντρα, να κάνετε έναν υπέροχο κήπο. Καμιά άλλη κυβέρνηση δεν κατάφερε να κατεβάσει μια χώρα ολόκληρη στους δρόμους. Και οι λέξεις μας φτώχια λαμποκοπούν μπροστά στην φανταχτερή καταστροφή αυτών των πράξεων.
Μεγαλώστε τους κι ανθίστε τους λοιπόν.

Και ο Φλεβάρης που τόσο βαθιά αγαπώ μπήκε με έναν ήλιο ζεστό σαν μάτι κουζίνας αναμμένο. Από κάπου μακριά, από κάπου αλλού, η υγρασία κρεμιέται σαν διάφανη κορδέλα που την ξέσκισε ο αέρας στις άκρες των ματιών σου.
Μπήκε ο Φλεβάρης μου και μια μισότρελη αμυγδαλιά αναστέναξε πίσω από την πλάτη μου. Και η οροσειρά του ιππόκαμπου που έχω εκεί τεντώθηκε κι άλλο πιο κάτω αφήνοντας μου έναν μεγάλο παρασιτικό φόβο για το αύριο.
Με σερπαντίνες στα μαλλιά και κομφετί στα χέρια περπατάω τις νύχτες στα κρυφά στους κήπους των ακάλυπτων. Έρχεται τότε και με βρίσκει με εκείνα τα μπλε ψυχοσάββατα στις άκρες των σγουρών μαλλιών του και μου χαρίζει κουτσά αστέρια και όλη την μωβ μελανιασμένη μεριά του σύμπαντος που με καταπιέζει.
Με καταπιέζει το σύμπαν, ναι. Που το περίεργο;
Με καταπιέζει σαν να φοράω ένα νούμερο παπούτσι μικρότερο. Μου μελανιάζει τον αριστερό μου ώμο και παραμορφώνει τις άκρες των μαλλιών και των βλεφάρων μου κάθε φόρα που αναπλάθεται.
Ευτυχώς ο Φλεβάρης μου το φέρνει σαν φρέσκο συκώτι και γω το τηγανίζω. Κι έπειτα το τρώμε με λαχτάρα πίνοντας λίγη μποράντζα. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος.

Αναπνέει η μέρα σήμερα. Βλέπω το στέρνο της να ταλαντεύεται πάνω κάτω. Πάω και γω να αναπνεύσω μαζί της και να μιλήσω για αυτά που ο κόσμος δεν βλέπει, αλλά υπάρχουν.